μεγαλοεργικός

μεγαλοεργικός
μεγᾰλο-εργικός, ή, όν, [var] contr. [suff] μεγᾰλο-ουργικός, -εργής, Procl.in Alc.p.137 C.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοεργικός — μεγαλοεργικός, ή, όν (Α) βλ. μεγαλουργικός …   Dictionary of Greek

  • μεγαλουργικός — και μεγαλοεργικός, ή, όν (Α) [μεγαλουργός] αυτός που επιχειρεί μεγάλα έργα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”